τρέψει

τρέψει
τρέπω
Studien zum griech. Perf.
aor subj act 3rd sg (epic)
τρέπω
Studien zum griech. Perf.
fut ind mid 2nd sg
τρέπω
Studien zum griech. Perf.
fut ind act 3rd sg
τρέψις
turning
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
τρέψεϊ , τρέψις
turning
fem dat sg (epic)
τρέψις
turning
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αερόπη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Κατρέα, γιου του Μίνωα, και αδελφή του Αλθαιμένη, της Κλυμένης και της Απημοσύνης. Μητέρα του Αγαμέμνονα και του Μενελάου. Ο Κατρέας, δυσπιστώντας προς την Α. και την Κλυμένη, τις δύο κόρες του που είχαν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ιένα — (Jena). Πόλη (97.500 κάτ. το 1999) της Γερμανίας, στο κρατίδιο της Θουριγκίας. Είναι χτισμένη στις όχθες του πόταμου Ζάαλε. Είναι σημαντικός σιδηροδρομικός κόμβος και κέντρο βιομηχανίας οπτικών ειδών. Πιο συγκεκριμένα, στην Ι. υπάρχει ένα από τα… …   Dictionary of Greek

  • Κεκαυμένος — Επώνυμο βυζαντινών στρατηγών. 1. Κατακαλών (τέλη 10ου – αρχές 11ου αι.). Πήρε μέρος στους πολέμους εναντίον των Βουλγάρων που διεξήγαγε ο αυτοκράτορας Βασίλειος B’ ο Βουλγαροκτόνος (976 1025) και στη νικηφόρα εκστρατεία του στρατηγού Γ. Μανιάκη… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Μαστραλάς, Φραγκιάς — (Γέργερη, Ηράκλειο 1792 – Κάτω Ασίτες 1868). Εθνικός αγωνιστής. Το 1818 σκότωσε πέντε Τουρκοκρήτες και αναγκάστηκε να καταφύγει στον Ψηλορείτη μαζί με άλλους αγωνιστές, με τους οποίους συγκρότησε σώμα αγωνιστών υπό την ηγεσία του. Το 1821… …   Dictionary of Greek

  • Μελισσηνός — Επώνυμο οικογένειας στρατιωτικών της βυζαντινής περιόδου. 1. Μιχαήλ (8ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Ήταν γιος του άρχοντα της Κωνσταντινούπολης Μ. και οπαδός των μεταρρυθμίσεων. Το 766 ανέλαβε τη διοίκηση του θέματος των Ανατολικών και κατεδίωξε …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

  • Ξιφίας, Νικηφόρος — Βυζαντινός στρατηγός που έδρασε επί Βασιλείου B’ του Βουλγαροκτόνου (976 – 1025) και συνέβαλε αποφασιστικά στη νίκη του αυτοκράτορα κατά τον πόλεμο εναντίον των Βουλγάρων. Η ήττα των τελευταίων, στην περίφημη μάχη του Κλειδίου (1014), οφείλεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”